-
1 теннисный
теннисный: \теннисный корт το γήπεδο τένις; \теннисныйая ракетка η ρακέτα του τένις* * *те́ннисный корт — το γήπεδο τένις
те́ннисная раке́тка — η ρακέτα του τένις
См. также в других словарях:
τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… … Dictionary of Greek